αγροιώτης

αγροιώτης
ἀγροιώτης, ο (θηλ. -ώτις) (Α) [ἀγρός]
1. (συνήθως ως ουσ. και στον Όμηρο πάντοτε σε πληθ.) οἱ ἀγροιῶται
αγρότες
2. ως επίθ. α) αυτός που προέρχεται από τον αγρό, αγροτικός
β) άγριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγροιώτης — rustic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιωτῶν — ἀγροιώτης rustic masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιῶται — ἀγροιώτης rustic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιώταις — ἀγροιώτης rustic masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιώτην — ἀγροιώτης rustic masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιώτου — ἀγροιώτης rustic masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιώτῃ — ἀγροιώτης rustic masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγροιώτας — ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc acc pl ἀγροιώτᾱς , ἀγροιώτης rustic masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπιδιώτης — ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α) ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • ἀγροιώταν — ἀγροιώτᾱν , ἀγροιώτης rustic masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”